ποσίδεσμος

ποσίδεσμος
ποσίδεσμος, ,
A foot-shackler, fetterer, word coined by Pl.Cra.402e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποσίδεσμος — foot shackler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσίδεσμος — ὁ, Α ο ποδόδεσμος, δεσμά για τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ποσί τού πούς + δεσμός] …   Dictionary of Greek

  • ποσίδεσμον — ποσίδεσμος foot shackler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”